καττύς

καττύς
καττύς, -ύος, ἡ (Α)
τεμάχιο δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παρ. τού καττύω (βλ. λ. κασσύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καττύς — καττύ̱ς , καττύς piece of leather fem acc pl καττύς piece of leather fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καττύν — καττύς piece of leather fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… …   Dictionary of Greek

  • καττύων — καττύ̱ων , κασσύω stitch pres part act masc nom sg (attic) καττύς piece of leather fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”